- φορτικός
- -ή, -ό / φορτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φόρτος]ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν.γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.)μσν.δυσνόητος, δύσκολοςμσν.-αρχ.(για νόμους ή αποφάσεις) αυστηρός, σκληρόςαρχ.1. χυδαίος, ανάγωγος (α. «βωμολόχοι καὶ φορτικοί», Αριστοτ.β. «δίαιτα φορτικὴ καὶ ἀφιλόσοφος», Πλάτ.)2. (για ρητ. ύφος) πομπώδης και ανούσιος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φορτικόνη φορτικότητα, το να είναι κάτι πομπώδες και ανούσιο.επίρρ...φορτικώς / φορτικῶς, ΝΜΑ, και φορτικά Νμε τρόπο φορτικό, με τρόπο που ενοχλεί ή που δίνει την εντύπωση τού βαρετούαρχ.με μη εκλεπτυσμένο και με χυδαίο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.